μάργωμα

μάργωμα
το, -ατος
το κρύωμα, το πάγωμα, το ξεπάγιασμα, το μούδιασμα από το κρύο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μάργωμα — (I) το, και μαργωμάδα, η [μαργώνω (I)] μούδιασμα, νάρκη που προκαλείται από το ψύχος, ξεπάγιασμα. (II) το [μαργώνω (II)] φθινοπωρινή γεωργική εργασία με την οποία εμπλουτίζεται το χώμα με την προσθήκη και ανάμιξη μάργας …   Dictionary of Greek

  • νάρκωση — η αναισθητοποίηση, μούδιασμα, μάργωμα, λήθαργος: Πέθανε πάνω στη νάρκωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”